- σατραπισμός
- οδεσποτική και αυθαίρετη συμπεριφορά, αυταρχικότητα: Ο σατραπισμός του προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατραπισμός — ο, Ν συμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε σατράπη («ο σατραπισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό τού καινούργιου διοικητή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Α. Σούτσο)] … Dictionary of Greek
αζαλίκι — το 1. το αξίωμα τού αζά 2. αυταρχική εξουσία, εξουσιαστική διάθεση, σατραπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. azalik] … Dictionary of Greek
κοτζαμπασισμός — και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο 1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών 2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ.… … Dictionary of Greek